- μενεξεδής, -ιά
- -ί και μενεξελής, -ιά, -ί αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ο μενεξεδένιος: Έχει μάτια μενεξεδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μενεξεδής — και μενεξελής ιά, ί (μενεξές] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, ιώδης, μοβ 2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί το χρώμα τού μενεξέ, το ιώδες, το μοβ … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
λιλά — το 1. το χρώμα τής βιολέτας, το ιώδες, το μενεξεδί, το μοβ 2. ως επίθ. ιώδης, μενεξεδής, μοβ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lilas < αραβ. laylak, līlak < περσ. nīlak «γαλαζωπός»] … Dictionary of Greek
μαβής — ιά, ί αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, βαθυκύανος, μενεξεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mavi + κατάλ. ης επιθέτων που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βυσσιν ής, θαλασσ ής)] … Dictionary of Greek
μενεξεδένιος — α, ο [μενεξές] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, μενεξεδής, ιώδης, μοθ 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μενεξέ 3. αυτός που αποτελείται από μενεξέδες («μενεξεδένια στεφάνια») … Dictionary of Greek
μενεξελής — ιά, ί βλ. μενεξεδής … Dictionary of Greek
μόρικος — η, ο αυτός που έχει χρώμα ιώδες, ο μοβ, ο μενεξεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mor + κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek
μαβής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα μοβ, ο μενεξεδής: Σου πηγαίνουν τα μαβιά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μενεξελής, -ιά, -ί — βλ. μενεξεδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)